Κολυμπάς σ’ έναν σκουρόχρωμο ωκεανό,
προσπαθείς να φτάσεις στο σπίτι,
ένα κουπί δίπλα σου που δεν χρησιμεύει σε τίποτα,
ο θε(ί)ος κολυμπά πλάι σου και σε συμβουλεύει,
τελικά καταλήγεις γονατιστός στον πεζόδρομο
που τόσες φορές έχει περπατήσει.
Τι ανακούφιση…
Στο σπίτι που μυρίζει εγκατάλειψη κι απουσία
κι ίσως να μην γεμίσει ποτέ ξανά,
βρίσκεις τη μαμά
κάπως απόμακρη,
κάπως σαν ξένη,
να ετοιμάζει τραπέζι για πολύ κόσμο.
Ξέρεις πως ήρθε μόνο για λίγο και θα ξαναφύγει.
Την αγκαλιάζεις και ίσα που πρόλαβες να την νιώσεις
βυθίζεσαι πάλι στον ωκεανό.