Πρέπει να ήταν καλοκαίρι του ’99. Κινήσαμε οικογενειακώς για τη Λευκάδα. Υπέροχο νησί. Φανταστικές παραλίες.
Η Νάντια κι εγώ αν και μικρές ήμασταν ήσυχες στο μακρύ εκείνο ταξίδι – αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι είχα πιει τέσσερα λίτρα νερό, μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα, με αποτέλεσμα κάθε μισάωρο να χρειάζομαι τουαλέτα!
Μετά από αρκετές ώρες διαδρομής, φτάσαμε στη μαγευτική Λευκάδα. Πήγαμε στα δωμάτια μας, τακτοποιήσαμε τα απαραίτητα και έπειτα οι γονείς ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν και προέτρεψαν κι εμάς να κάνουμε το ίδιο – μάταια.
Εμείς είχαμε ήδη αντιληφθεί την παρουσία δύο κοριτσιών – τη τετράχρονη τότε Μαρία και την δωδεκάχρονη αδερφή της, της οποίας το όνομα ξεχάστηκε με το πέρασμα των χρόνων – που μέναν ακριβώς απέναντι μας.
Κατεβήκαμε κάτω σε μια μικρή πέτρινη αυλίτσα και παίζαμε οι τέσσερις μας με μια γαλάζια φουσκωτή αερόμπαλα, η οποία δεν άργησε να χωθεί μέσα στις τριανταφυλλιές και να σκάσει. Δεν πτοηθήκαμε. Συνεχίσαμε με κρυφτό.
Ήρθε το απόγευμα, οι γονείς σηκώθηκαν και ετοιμαστήκαμε για βραδινή εξόρμηση στη πόλη της Λευκάδας. Ο μπαμπάς είχε εφοδιαστεί με διάφορα είδη ψαρέματος – καλάμι, πετονιά, αγκίστρι κλπ. Σταματήσαμε λοιπόν στη προβλήτα για ψάρεμα…
“Γιώτα, φέρε μου λίγο τον φακό!”
“Τώρα!”
ΜΠΟΥΜ!!!!!!
Κλαψψψ!!!!
Σκόνταψα στη πετονιά, έπεσα, έσκισα άσχημα το γόνατό μου – έξι ράμματα. Ψάχναμε κανένα εικοσάλεπτο το μοναδικό κέντρο υγείας που υπήρχε. Τέλος πάντων, τέλος καλό, όλα καλά – ας πούμε!
Δεν έκανα ούτε ένα μπάνιο στις δελεαστικές παραλίες, που μου χαμογελούσαν κι εγώ έκανα πως δεν τις έβλεπα.
Οι γονείς παρουσιάζουν ένα διαφορετικό σενάριο για το πως συνέβη το ατύχημα. Ισχυρίζονται πως εγώ το τρελό παιδί – χαρά γεμάτο, έτρεχα μπροστά ενώ κάναμε βόλτα, σκόνταψα στο τσιμέντο με τα χαλίκια – δε ξέρω πως λέγεται – και έπεσα.
Φυσικά, όλοι καταλαβαίνουμε ότι η δική μου εκδοχή, την οποία επιβεβαιώνει και η Νάντια, είναι η πραγματική. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι οι γονείς μου προφασίζονται την ζωηράδα μου ως αιτία του ατυχούς συμβάντος! Ακούς εκεί!
Πάντως συμφωνούμε σε ένα πράγμα.
Είχαμε βρει μια ψαροταβέρνα, στην οποία είχαμε πάει μερικές φορές κατά τη παραμονή μας στο νησί. Εκεί δούλευε ένας σερβιτόρος, ο οποίος κάθε φορά που με έβλεπε μου έλεγε “κόλλα πέντε”.
Εγώ, όμως, που ήμουν σπαστικά ντροπαλό και εσωστρεφές παιδάκι – ναι, από τότε έχω το κουσούρι – γύριζα το κεφάλι μου από την άλλη και τον αγνοούσα και αυτός συνέχεια με τσιγκλούσε!
Τελικά, μια μέρα πριν επιστρέψουμε στα Γιαννιτσά μ’ έπεισε και του το έδωσα το χέρι μου!